- κλινήρεις
- κλῑνήρεις , κλινήρηςill in bedmasc/fem acc plκλῑνήρεις , κλινήρηςill in bedmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CLINICI — Graecis Κλινικοὶ, Latinis Lectuales, dicebantur, qui diuturnô, difficili ac tabificô morbô afflicti, lectum servare bantur. Sic in Vita Caroli M. apud Canisium legitur, urorem eum suam quondam repudiâsse, quod esset clinica, h. e. morbosa etc.… … Hofmann J. Lexicon universale
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek